- επίστενος
- ἐπίστενος, -ον (Α) [στενός]αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή ἀορτή... εὖ μάλα κοίλη, προϊοῡσα δὲ ἐπιστενοτέρα», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιστένω — ἐπίστενος contracted masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐπίστενος contracted masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐπιστένω groan pres subj act 1st sg ἐπιστένω groan pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστένων — ἐπίστενος contracted masc/fem/neut gen pl ἐπιστένω groan pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστενούμαι — ἐπιστενοῡμαι, όομαι (Μ) [επίστενος] στενεύω όσο προχωράω, γίνομαι στενότερος προς το βάθος («ἐπιστενουμένου τοῡ Ἀδριατικοῡ πελάγους») … Dictionary of Greek
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek